απροκατάληπτος

απροκατάληπτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που μιλά ή ενεργεί χωρίς προκατάληψη, χωρίς να 'χει σχηματισμένη γνώμη από τα πριν: Προσπαθούσε πάντα οι ενέργειές του να είναι νηφάλιες, απροκατάληπτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροκατάληπτος — η, ο αυτός που δεν έχει επηρεαστεί εκ των προτέρων, που δεν έχει προκαταληφθεί, ο αντικειμενικός …   Dictionary of Greek

  • αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαπάρτε, Κούρτσιο — (Curzio Malaparte, ψευδώνυμο του Curt Erich Suckert, Πράτο 1898 – Ρώμη 1957). Ιταλός συγγραφέας. Οι γονείς του είχαν γερμανική καταγωγή. Συμμετείχε ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ίδρυσε κατόπιν το περιοδικό La conquista dello Stato (Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”